τριτοβάθμιος

τριτοβάθμιος
ος и ία , ον третьей степени; третьего класса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τριτοβάθμιος" в других словарях:

  • τριτοβάθμιος — α, ο 1.του τρίτου βαθμού: Τριτοβάθμια εξίσωση. 2. που έχει τον τρίτο βαθμό στην ιεραρχία της υπηρεσίας του: Τριτοβάθμιος υπάλληλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριτοβάθμιος — α, ο, Ν 1. αυτός που κατέχει τον τρίτο βαθμό σε ιεραρχία ή κατάταξη 2. αυτός που είναι τρίτου βαθμού («τριτοβάθμια εξίσωση») 3. φρ. «τριτοβάθμια εκπαίδευση» η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, μετά τη δωδεκαετή πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»